ανελκυστήρας

ανελκυστήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο
1) лебёдка, ворот; кран; 2) подъёмник; лифт; 3) эскалатор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανελκυστήρας" в других словарях:

  • ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… …   Dictionary of Greek

  • ανελκυστήρας — ο ανυψωτήρας (ασανσέρ), μηχανική συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίων: Οι ανελκυστήρες λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναβατήρας — ( τήρ), ο 1. σκαλοπάτι, σκάλα 2. ανελκυστήρας, ασανσέρ 3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ 4. ο αναβολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] …   Dictionary of Greek

  • ανελκύω — (Μ ἀνελκύω) 1. τραβώ προς τα επάνω ή προς τα έξω, βγάζω 2. (για πλοίο) ανασύρω, ανυψώνω, ανελκύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανείλκυσα (αόρ. του ανέλκω). ΠΑΡ. ανέλκυση ( ις), νεοελλ. ανελκυστήρας ( τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • Νταλ, Ρόαλντ — (Roald Dal, Λάνταρ, Νότια Ουαλία 1913 –). Άγγλος συγγραφέας. Οι γονείς του ήταν Νορβηγοί. Σπούδασε στην Αγγλία (Σχολή Ρέπτον), όπου και ζει. Σταδιοδρόμησε ως στέλεχος της μεγάλης εταιρείας πετρελαιοειδών Σελ. Έλαβε μέρος κατά τον Β’ Παγκόσμιο… …   Dictionary of Greek

  • αναβατήρας — ο ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ: Όλες σχεδόν οι πολυκατοικίες διαθέτουν αναβατήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασανσέρ — το (λ. γαλλ.), ο ανελκυστήρας: Το σπίτι είναι παλιό και δεν έχει ασανσέρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»